ἀθυροστομίας

ἀθυροστομίας
ἀθυροστομίᾱς , ἀθυροστομία
fem acc pl
ἀθυροστομίᾱς , ἀθυροστομία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πετρούσκα — Χαρακτηριστικό ανδρείκελο του ρωσικού λαϊκού θεάτρου. Μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του ιταλικού Πουλτσινέλα, που έφτασε στη Ρωσία μέσω του Χάνσβουρστ, κωμικού προσώπου του γερμανικού λαϊκού θεάτρου, ανάλογου με τον δικό μας Φασουλή. Ο Π. έκανε την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”